ποιμνίου

ποιμνίου
ποίμνιον
of sheep
neut gen sg
ποίμνιος
frequented by flocks
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • CLERICI — proprie qui de clero sunt: Clerus autem Graece κλῆρος, a Perro Apostolo vocantur omnes Christiani, 1. Petri c. 5. v. 3. ubi monet Prelbyteros, μὴ κατακυριεύειν τῶ κλήρων, ne dominentur Cleris; et ne quiscredat, Ministris solum Ecclesiae vocem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κουραδάρης — ο (ιδιωμ.) 1. ιδιοκτήτης ποιμνίου 2. το κριάρι που προηγείται τού ποιμνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουράδι (ΙΙ) + άρης*] …   Dictionary of Greek

  • паствина — ПАСТВИН|А (15), Ы с. 1.Пастбище: и по(д)баеть ѿ ѡбщень˫а из(д)аѧнье. аще въ ѡбщи дани быша пастьвины. аще и паче въ цѣну положеныѧ. (ἐὰν ἐπὶ κοινωνίᾳ ἐδόϑησαν βόσκεσϑαι) КР 1284, 298б; всѣмъ д҃шамъ скѡть˫амъ въ вѣцѣ семь. ѥдинѡ мѣсто. кошѧрѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • αβγάτα — η [αβγατίζω] 1. αύξηση τού ποιμνίου με τη γέννηση νέων ζώων, αβγάτισμα 2. στον πληθ. οι αβγάτες το παιχνίδι αβγατιστή* …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • κτίλος — κτίλος, ον (AM) ήμερος, πράος, ευπειθής («ἦσαν δὲ κτίλα πάντα καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ», Εμπ.) αρχ. 1. (για τον ιερέα τής Αφροδίτης) αγαπητός, προσφιλής 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κτίλος το κριάρι που προπορεύεται τού ποιμνίου 3. φρ. «κτίλα ὤεα» πιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”